- μονοτάρου(ς)
- και μονιτάρου και μονοτάροεπίρρ.1. αμέσως, στη στιγμή, μονομιάς2. μεμιάς, μια κι έξω3. εντελώς, ολότελα4. για πάντα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + ταρός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονιτάρου — (Μ μονιτάρου) επίρρ. βλ. μονοτάρου … Dictionary of Greek